- πτωχοτροφείῳ
- πτωχοτροφεῖονpoorhouseneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυπάγω — ΜΑ υποτάσσω, καθιστώ κάποιον υποχείριο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο μσν. παθ. συνυπάγομαι μετατρέπομαι σε κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἔκτοτε ᾖ τὸ μοναστήριον τῷ πτωχοτροφείῳ... συνυπαγόμενον», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. αποσύρω ή απομακρύνω κάτι… … Dictionary of Greek